- ἄμεναι
- ἄμεναι: see ἄω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
.άμεναι — ἄμεναι , ἄω 3 satiate pres inf act (epic) ἔμεναι , εἰμί sum pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεναι — ἄω 3 satiate pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek